μεταπύργιο

μεταπύργιο
το (Α μεταπύργιον)
τμήμα τείχους ή φρουρίου το οποίο βρίσκεται μεταξύ δύο πύργων ή προμαχώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + πυργίον (< πύργος), πρβλ. προ-πύργιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • μεσοτείχισμα — το στρ. (στην παλαιά οχυρωματική τέχνη) οχυρωματικό έργο το οποίο χρησίμευε για τη σύνδεση δύο μεγαλύτερων οχυρών και το οποίο αντιστοιχούσε στο μεταπύργιο, που συνέδεε δύο παρακείμενους προμαχώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τείχισμα (<… …   Dictionary of Greek

  • μεταπυργίς — μεταπυργίς, ίδος, ἡ (Α) το μεταπύργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πυργίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • προμεσοτείχισμα — το, Ν [μεσοτείχισμα] έργο τής παλιάς οχυρωτικής τριγωνικού σχήματος το οποίο ήταν εγκατεστημένο πριν από το μεταπύργιο ή πριν από το μέσο τών πλευρών πολυγωνικών μετώπων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”